-
1 κίνησις
2 in Cyrenaic philos., λεία κ., = ἡδονή, τραχεῖα κ., = πόνος, D.L.2.86; alsoαἱ διὰ μορφῆς κατ' ὄψιν ἡδεῖαι κ. Epicur.Fr.67
; αἱ κ. αἱ ἀνθρωπικαί human emotions, Arr.Epict. 2.20.19.3 dance, Ἄρεος κίνασις (sic) Tyrt.16, cf. Luc.Salt.63, Ephes.2 No.71;τραγικὴ ἔνρυθμος κ. Inscr.Magn.165
.4 movement, in a political sense,ἐν κ. εἶναι Th.3.75
, cf. Plb.3.4.12; ἡ κ. ἡ Ἰουδαϊκή the Jewish revolt, OGI543.15 (Ancyra, ii A.D.); of the Peloponn. war, Th.1.1.b removal, change of abode, Vett.Val.97.17 (pl.), al.7 Gramm., inflexion,τοῦ ζῆμι κ. οὐχ εὕρηται EM410.38
.8 in Law, punitive action,βασιλικὴ κ. Cod.Just.1.3.43.10
, cf. 10.27.2.7; also, setting a process in motion, PLond. 5.1663.13 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνησις
См. также в других словарях:
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek